- λαβυρινθοειδής
- -ές (Α λαβυρινθοειδής, -ές) [λαβύρινθος]λαβυρινδώδης, περίπλοκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαβυρινθοειδές — λαβυρινθοειδής masc/fem voc sg λαβυρινθοειδής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek